- δικαιοπρᾱγία
- δικαιο-πρᾱγία u. δικαιο-πρᾱγμοσύνη u. δικαιο-πρᾱξία, ἡ, gerechte Handlungsweise
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δικαιοπραγία — δικαιοπρᾱγίᾱ , δικαιοπραγία just fem nom/voc/acc dual δικαιοπρᾱγίᾱ , δικαιοπραγία just fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοπραγίᾳ — δικαιοπρᾱγίαι , δικαιοπραγία just fem nom/voc pl δικαιοπρᾱγίᾱͅ , δικαιοπραγία just fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοπραγία — η (AM δικαιοπραγία) το να κάνει κανείς δίκαιες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + πραγία < πράγμα (πράσσω / πράττω) πρβλ. απραγία, δυσπραγία] … Dictionary of Greek
δικαιοπραγίαι — δικαιοπρᾱγίαι , δικαιοπραγία just fem nom/voc pl δικαιοπρᾱγίᾱͅ , δικαιοπραγία just fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοπραγίας — δικαιοπρᾱγίᾱς , δικαιοπραγία just fem acc pl δικαιοπρᾱγίᾱς , δικαιοπραγία just fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
δικαιοπραγώ — δικαιοπραγῶ ( έω) (Α) [δικαιοπραγία] απονέμω δικαιοσύνη, ενεργώ δίκαια … Dictionary of Greek
ԱՐԴԱՐԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0346 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c գ. δικαιοπραγία juste factum Գործելն զարդարութիւն. գործք արդարութեան. արդարութիւն. *Սկիզբն մեղաց եւ արդարագործութեան նախայօժարութիւն է. Նիւս. բն.: *Կարմէր աւազակն, թէ արդարագործութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
δικαιοπραγίαις — δικαιοπρᾱγίαις , δικαιοπραγία just fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοπραγίαν — δικαιοπρᾱγίᾱν , δικαιοπραγία just fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοπραγίης — δικαιοπρᾱγίης , δικαιοπραγία just fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)